υποχείριος

υποχείριος
-α, -ο / ὑποχείριος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ία Α
μτφ. (συν. για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία κάποιου, που είναι υποταγμένος σε κάποιον (α. «έχει καταντήσει υποχείριό του» β. «ὑποχειρίους ποιεῑσθαι», Ηρόδ.)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από το χέρι ή μέσα στο χέρι κάποιου («οἴσω γὰρ καὶ χρυσόν, ὅστις χ' ὑποχείριος ἔλθῃ», Ομ. Οδ.)
2. (για ζώο) υπάκουος, πειθήνιος
3. (για άγριο πτηνό) εξημερωμένος
4. μτφ. αυτός που είναι εύκολος για κάποιον, που κατέχεται από κάποιον («ὑποχειρίους τὰς ἐπιστήμας ἔχειν», Πλάτ.)
5. φρ. «ὑποχείριος τῷ ἰητρῷ» — αυτός που βρίσκεται υπό ιατρική παρακολούθηση, υπό θεραπεία (Ιπποκρ.).
επίρρ...
ὑποχειρίως Α
1. μέσα στο χέρι
2. σε υποταγή
3. φρ. «ὑποχειρίως ἔχω τινί» — υποτάσσομαι σε κάποιον, υπακούω κάποιον (Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -χείριος (< χείρ, χειρός), πρβλ. μετα-χείριος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑποχείριος — under the hand masc nom sg ὑποχείριος under the hand masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποχείριος — α, ο αυτός που βρίσκεται στην εξουσία κάποιου, που είναι του χεριού του, υποταγμένος, υποτελής: Τον έκανε υποχείριό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποχειρίως — ὑποχείριος under the hand adverbial ὑποχείριος under the hand masc acc pl (doric) ὑποχείριος under the hand adverbial ὑποχείριος under the hand masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχείριον — ὑποχείριος under the hand masc acc sg ὑποχείριος under the hand neut nom/voc/acc sg ὑποχείριος under the hand masc/fem acc sg ὑποχείριος under the hand neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχειρίων — ὑποχείριος under the hand fem gen pl ὑποχείριος under the hand masc/neut gen pl ὑποχείριος under the hand masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχειρίοις — ὑποχείριος under the hand masc/neut dat pl ὑποχείριος under the hand masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχειρίου — ὑποχείριος under the hand masc/neut gen sg ὑποχείριος under the hand masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχειρίους — ὑποχείριος under the hand masc acc pl ὑποχείριος under the hand masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχειρίῳ — ὑποχείριος under the hand masc/neut dat sg ὑποχείριος under the hand masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχείρια — ὑποχείριος under the hand neut nom/voc/acc pl ὑποχείριος under the hand neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”